Παρασκευή, Μαΐου 23, 2008

«Γράφω για να μην ξεχάσουμε τη σφαγή της Μπιάφρας»

Νιγηρία, τέλη της δεκαετίας του '60. Η χώρα σπαράσσεται από τον εμφύλιο πόλεμο. Εν μέσω αυτού, τρεις άνθρωποι διασταυρώνονται κι έρχονται αντιμέτωποι με τα όνειρα, τα πάθη και τις επιθυμίες τους. Μια ιστορία αγάπης σε ένα έντονα επικό φόντο, με το Κακό να καλύπτει σαν άλλο ζοφερό πέπλο τις ζωές των απλών ανθρώπων και να καθορίζει τις τύχες τους.
Αυτό είναι το θέμα του νέου βιβλίου της 30χρονης Τσιμαμάντα Αντίτσι, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νιγηρία και οι συγγραφικές της ικανότητες εξυμνήθηκαν από τους βιβλιοκριτικούς όλων των μεγάλων εφημερίδων του κόσμου. Η Αντίτσι σπούδασε για δύο χρόνια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Νιγηρίας και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Το πρώτο μυθιστόρημά της, «Μενεξεδένιος ιβίσκος» (εκδ. «Ψυχογιός»), απέσπασε πολλές διακρίσεις, ενώ ήταν υποψήφιο για το Orange και το Booker. Με το καινούργιο μυθιστόρημά της «Δακρυσμένος ήλιος» (εκδ. «Ψυχογιός»), που μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, κατόρθωσε τελικά να κατακτήσει το βραβείο Orange 2007.Το ιστορικό κομμάτι της υπόθεσης του βιβλίου της Αντίτσι είναι παγκοσμίως γνωστό ως μία από τις πλέον μαύρες σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας. Το 1967 το νοτιοανατολικό κομμάτι της Νιγηρίας αποφάσισε να αποσχιστεί, ύστερα από σφαγές ομοφύλων τους στον Βορρά. Η νέα χώρα πήρε το όνομα Μπιάφρα. Η υπόλοιπη Νιγηρία πολέμησε για να αποφύγει την απόσχιση και ο πόλεμος τελείωσε το 1970 με την ήττα της Μπιάφρας. Προκειμένου να γονατίσει την «αυθάδη» Μπιάφρα, η Νιγηρία επέβαλε εμπάργκο στα τρόφιμα, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από λιμό 1 εκατομμύριο άνθρωποι. Ουσιαστικά από τότε, και με τις εικόνες των σκελετωμένων παιδιών της Μπιάφρας να κάνουν τον γύρο του κόσμου, η συγκεκριμένη περιοχή συνδέθηκε με τον όρο πείνα (βλ. «παιδί της Μπιάφρας» κ.λπ.).Οσο για τους πολιτισμένους (;) Δυτικούς, ουδείς ήταν αθώος του αίματος. Αφού πρώτα, μετά το πέρας της (επίσημης) αποικιοκρατίας, χώρισαν τις αφρικανικές χώρες στα χαρτιά, έτσι ώστε η καθεμιά να αποτελείται από διαφορετικές εθνότητες, των οποίων οι μεταξύ τους συγκρούσεις δεν θα τους επέτρεπαν ποτέ να βρουν την ειρήνη και να συνασπιστούν κατά του κοινού εχθρού, του λευκού αποικιοκράτη, στη συνέχεια κράτησαν στάση Πόντιου Πιλάτου αφήνοντας τους αδύναμους να σφαγιαστούν και τους δυνατούς να εκτεθούν ανεπανόρθωτα στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Στον νιγηριανό εμφύλιο, Βρετανία και Σοβιετική Ενωση, η υπερδύναμη-υπέρμαχος της ισότητας των πολιτών (...), στήριξαν τη Νιγηρία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στον αφανισμό χιλιάδων μικρών παιδιών και άλλων κατοίκων της Μπιάφρας.Ολη αυτή η συσσωρευμένη δυστυχία προφανώς δικαιολογεί το ξέσπασμα της Αντίτσι όταν της υποβάλλω την ερώτηση σχετικά με την πηγή έμπνευσής της για τη συγγραφή του «Δακρυσμένου ήλιου» («Half a yellow sun», ο μισο-κίτρινος ήλιος που κοσμούσε τη σημαία της Μπιάφρας): «Εγραψα αυτό το βιβλίο επειδή ήθελα να γράψω για έρωτα και για πόλεμο, επειδή έχασα και τους δύο παππούδες μου στον πόλεμο Νιγηρίας-Μπιάφρας, επειδή ο πόλεμος άλλαξε τη ροή της ιστορίας των Ιμπο (η βασική φυλή της Μπιάφρας), επειδή η "Μπιάφρα" παραμένει ένας απίστευτα επιδραστικός κόσμος στη σημερινή Νιγηρία, επειδή πολλά από τα θέματα που οδήγησαν στον πόλεμο παραμένουν ανεπίλυτα, επειδή ο πατέρας μου έχει ακόμη δάκρυα στα μάτια του όταν μιλά για το πώς έχασε τον δικό του πατέρα και η μητέρα μου δεν έχει μιλήσει ποτέ σε μάκρος για το πώς έχασε εκείνη τον δικό της πατέρα, επειδή σχεδόν κάθε Ιμπο που ζούσε στα '60ς επηρεάστηκε από τις σφαγές που προηγήθηκαν του πολέμου, επειδή η αποικιοκρατία με θυμώνει, επειδή η σκέψη των υπεροπτικών "εγώ", ανθρώπων και οργανισμών, που οδήγησαν στους αχρείαστους θανάτους των μικρών παιδιών με θυμώνει, επειδή πιστεύω ότι διατρέχουμε τον κίνδυνο να ξεχάσουμε».Και η αλήθεια είναι ότι η Μπιάφρα κατόρθωσε να διχάσει την παγκόσμια κοινότητα: «Πολλές από τις κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο υποστήριξαν τη Νιγηρία εξαιτίας του ότι ήθελαν να στηρίξουν το καθεστώς διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας χωρών που ήταν μέλη του ΟΗΕ», λέει η Αντίτσι. «Στον αντίποδα, καθημερινοί άνθρωποι σε όλον τον κόσμο αισθάνθηκαν συμπάθεια για τους κατοίκους της Μπιάφρας και συγκέντρωσαν χρήματα για να τους βοηθήσουν».Ο τρόπος που η Αντίτσι προσέγγισε το πραγματικά τεράστιο θέμα του εμφύλιου πολέμου της πατρίδας της ήταν σταδιακός: «Πάντοτε ήθελα να γράψω για την Μπιάφρα, μεγάλωσα στη σκιά της. Εγραψα στα 16 μου ένα θεατρικό έργο με τίτλο "Για την αγάπη της Μπιάφρας", εν συνεχεία, το 2001, μια ιστορία με τίτλο "Εκείνο το δυτικο-αφρικανικό πρωινό", το 2002 μια ιστορία με τίτλο "Δακρυσμένος ήλιος" και αργότερα μια άλλη με τίτλο "Φαντάσματα", όλες τους με θέμα τον πόλεμο. Αισθανόμουν ότι ΕΠΡΕΠΕ να γράψω ένα μυθιστόρημα για τον πόλεμο, αλλά και ότι έπρεπε πρωτίστως να πλησιάσω το θέμα με πλάγιους τρόπους προτού αρχίσω τη συγγραφή του τελικού έργου». Εάν υπάρχει κάτι σήμερα που στενοχωρεί την 30χρονη συγγραφέα είναι «είναι η διαβρωμένη παγκόσμια ματιά που κοιτάζει την Αφρική μέσα από τους φακούς της καταστροφής». Το ενδιαφέρον πολλών Δυτικών σταρ για την Αφρική, όπως ο Κλούνι, ο Μπόνο, η Τζολί, η Αντίτσι δεν το θεωρεί ψεύτικο ή υποκριτικό: «Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να δοκιμάσουν να βοηθήσουν. Δεν μπορώ να προσάψω υποκρισία σε ανθρώπους των οποίων τα πραγματικά κίνητρα αγνοώ. Αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι να μην αγνοούμε τον Αφρικανικό παράγοντα, πολλούς ντόπιους Αφρικανούς οι οποίοι προσπαθούν, συχνά με ελάχιστα μέσα, να αντιμετωπίσουν τα σημαντικά προβλήματα της Αφρικής».Η ίδια συνεχίζει να επισκέπτεται τη χώρα της όποτε μπορεί: «Είμαι Νιγηριανή και αυτό είναι το σπίτι μου. Περνώ πολύ χρόνο εκεί. Εχουμε μια δημοκρατική κυβέρνηση που προσπαθεί πολύ σκληρά να θέσει τη χώρα και πάλι επί τροχιάς. Εχουμε μια κληρονομιά δεκαετιών κυβερνητικής διαφθοράς και μια υπερβολική εξάρτηση από τις εξαγωγές πετρελαίου, η οποία πιθανότατα θα είναι δύσκολο να υπερπηδηθεί. Αλλά είμαι αισιόδοξη για τη δική μου γενιά των Νιγηριανών ότι θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο».

Από την Ελευθεροτυπία

Δεν υπάρχουν σχόλια: